- ανόχευτος
- -η, -ο (Α ἀνόχευτος, -ον) [οχεύω](για θηλυκά ζώα) αυτός που δεν συνουσιάστηκε με το αρσενικό, αβάτευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνόχευτον — ἀνόχευτος non copulating masc/fem acc sg ἀνόχευτος non copulating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοχεύτοις — ἀνόχευτος non copulating masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοχεύτους — ἀνόχευτος non copulating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοχεύτων — ἀνόχευτος non copulating masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόχευτα — ἀνόχευτος non copulating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόχευτοι — ἀνόχευτος non copulating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάτευτος — η, ο [βατεύω] 1. (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν βατεύτηκε, ανόχευτος, ανεπίβατος, αμαρκάλιστος 2. αυτός που δεν προήλθε από βάτευση 3. υγιής, αβλαβής … Dictionary of Greek
ακαβάλητος — η, ο [καβαλώ] 1. αυτός που δεν έχει καβαλήσει άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι 2. εκείνος που δεν τόν έχει ακόμη ή δεν μπορεί κανείς να τόν καβαλήσει «άλογο ακαβάλητο» 3. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) αβάτευτος, ανόχευτος … Dictionary of Greek